ἡλικιῶτις

From LSJ
Revision as of 20:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

German (Pape)

[Seite 1162] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Gespielinn, Luc. D. Har. 15, 2; ἡλ. ἱστορία, die Geschichte seiner Zeit, Plut. Pericl. 13; τὴν εὕρεσιν τῶν γραμμάτων τοῖς πρώτοις βασιλεῦσιν ἡλικιώτιδα γενέσθαι, fallen in dieselbe Zeit mit den ersten Königen, D. Sic. 1, 9; πράξεις ἡλικιώτιδες, in gleichem Alter verrichtete, 1, 58.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ἡλικιώτης.

Russian (Dvoretsky)

ἡλικιῶτις: ιδος adj. f
1) современная (ἱστορία Plut.);
2) совершенная в том же или в одинаковом возрасте (πράξεις Diod.).
ἡλῐκιῶτις: ιδος ἡ ровесница, сверстница Luc., Plut.

Middle Liddell

ἡλικιῶτις, ιδος [Fem. of ἡλικιώτης
Fem. of ἡλικιώτης, Luc.; ἡλ. ἱστορία contemporary history, Plut.