καταξύω

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξύω Medium diacritics: καταξύω Low diacritics: καταξύω Capitals: ΚΑΤΑΞΥΩ
Transliteration A: kataxýō Transliteration B: kataxyō Transliteration C: kataksyo Beta Code: katacu/w

English (LSJ)

A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132. 2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11. II polish, smooth, plane down, Thphr.HP3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8. III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc. IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.

Greek (Liddell-Scott)

καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.

Greek Monolingual

καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.

Russian (Dvoretsky)

καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ξύω afschrapen, schuren.