προσκλητικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλητικός Medium diacritics: προσκλητικός Low diacritics: προσκλητικός Capitals: ΠΡΟΣΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosklētikós Transliteration B: prosklētikos Transliteration C: prosklitikos Beta Code: prosklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.

German (Pape)

[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).

Russian (Dvoretsky)

προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).