συνθαυμάζω

From LSJ
Revision as of 12:12, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθαυμάζω Medium diacritics: συνθαυμάζω Low diacritics: συνθαυμάζω Capitals: ΣΥΝΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: synthaumázō Transliteration B: synthaumazō Transliteration C: synthavmazo Beta Code: sunqauma/zw

English (LSJ)

A join in wondering, εἰ . .v.l. in Pl.Tht.162c; join in admiring, τὴν ἀκρίβειαν Eun.VS p.469 B.

Greek (Liddell-Scott)

συνθαυμάζω: ἀπὸ κοινοῦ θαυμάζω, ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ ἐξαίφνης οὕτως ἀναφανήσει μηδὲν χείρων; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.

Greek Monolingual

Α
1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνθαυμάζω: вместе удивляться, разделять (чье-л.) удивление Plat.