ἀναιμόσαρκος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, A with bloodless flesh, of the cicada, Anacreont. 43.17.
German (Pape)
[Seite 189] Fleisch ohne Blut habend, τέττιξ Anacr. 32, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιμόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ἄναιμον σάρκα, περὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνακρεόντ. 43. 17 (κατ’ ἄλλην γραφ. ἄναιμ’ ἄσαρκε).
Spanish (DGE)
-ον de carne sin sangre de la cigarra Anacreont.34.17.
Greek Monolingual
ἀναιμόσαρκος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + -σαρκος < σάρξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιμόσαρκος: с бескровным телом, бескровный (τέττιξ Anacr.).