ἐπιείκελος
English (LSJ)
ον, A = εἴκελος, like, τινί, the masc. freq. in Hom. (esp. in Il.), but only in phrases ἐ. ἀθανάτοισιν, θεοῖς ἐ., Il.1.[265], 4.394, Od.24.36, etc.; so θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα Hes.Th.968.
German (Pape)
[Seite 940] = simpl., ähnlich, Il. 1, 265 u. öfter, wie bei Hes. Th. 968 in der Vrbdg ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν u. θεοῖς ἐπιείκελος. – Bei Opp. Cyn. 2, 167 ἐπείκελος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait semblable à, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἴκελος.
English (Autenrieth)
(ϝείκελος): like to; θεοῖς, άθανάτοισιν, Α 2, Il. 9.485.
Greek Monolingual
ἐπιείκελος, -ον (Α)
ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)].
Greek Monotonic
ἐπιείκελος: -ον, = εἴκελος, όμοιος, παρεμφερής, τινι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείκελος: очень похожий, подобный (ἀθανάτοισιν Hom.; θεοῖς Hes.).
Middle Liddell
ἐπι-είκελος, ον = εἴκελος,]
like, resembling, τινι Hom.