βαρύοσμος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A = βαρύοδμος, Arist.Mir. 831b24, Sor.2.29: Comp., Dsc.3.121. II metaph., 'in bad odour', PSI2.158.25.
German (Pape)
[Seite 434] = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύοσμος: -ον, =βαρύοδμος, Ἀριστ. Θαυμ. 17.
Spanish (DGE)
(βᾰρύοσμος) -ον
1 de olor fuerte, penetrante τὸ ἀπὸ τῆς πύξου μέλι Arist.Mir.831b25, πολιόν Nic.Th.64, cf. Dsc.3.110, κόνυξα Dsc.3.121, Sor.112.10, Gp.18.2.4.
2 de pers. maloliente anón. astrol. en PSI 158.25 (III d.C.).
Greek Monolingual
βαρύοσμος και βαρύοδμος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά, ενοχλητική μυρωδιά.
Russian (Dvoretsky)
βαρύοσμος: сильно пахнущий (μέλι τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).