δοκιμαστικός

From LSJ
Revision as of 12:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμαστικός Medium diacritics: δοκιμαστικός Low diacritics: δοκιμαστικός Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dokimastikós Transliteration B: dokimastikos Transliteration C: dokimastikos Beta Code: dokimastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v.l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. -κῶς approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160. II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.

German (Pape)

[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que examina, que contrasta, δύναμις ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.Epict.1.7.7
que prueba, probatorio τὸ κριτήριον S.E.M.7.27, 64, κανών S.E.M.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.Catech.15.21.
2 que aprueba, aprobatorio δύναμις op. ἀποδοκιμαστική Arr.Epict.1.1.1, cf. Theol.Ar.52, Sud.s.u. διατιμητικός.
3 subst. τὸ δ. tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas BGU 2380.7, PTeb.701re.1.42, UPZ 156.13, PHib.110.30 (todos III a.C.).
II adv. -ῶς
1 a modo de prueba, de manera probatoria por medio de sufrimientos, Diad.Perf.95.
2 de manera aprobatoria, con aprobación πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.Stoic.3.160.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμήδοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δοκιμαστικόν
αμοιβή δοκιμαστή.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστικός: пригодный для оценки или подлежащий оценке Sext.