δωδεκαστάσιος
From LSJ
English (LSJ)
[στᾰ], ον, (ἵστημι) A weighing twelve times as much, Pl.Hipparch.231d.
German (Pape)
[Seite 694] zwölfmal das Gewicht habend, zwölfmal so viel, Plat. Hipparch. 231 d.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαστάσιος: [ᾰ], -ον, (ἵστημι) ζυγίζων δωδεκάκις τόσον, χρυσίον Πλάτ. Ἱππάρχ. 231D.
Spanish (DGE)
-ον de doce pesos o libras de oro, Pl.Hipparch.231d.
Greek Monolingual
δωδεκαστάσιος, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει δώδεκα φορές περισσότερο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκαστάσιος -ον [δώδεκα, ἵσταμαι] die twaalf keer zoveel weegt.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκαστάσιος: весящий или стоящий в двенадцать раз больше (χρυσίον Plat.).