προθαλής

From LSJ
Revision as of 13:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθᾰλής Medium diacritics: προθαλής Low diacritics: προθαλής Capitals: ΠΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: prothalḗs Transliteration B: prothalēs Transliteration C: prothalis Beta Code: proqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω) A early growing, precocious, h.Cer.241.

German (Pape)

[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.

Greek (Liddell-Scott)

προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].

Greek Monotonic

προθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει νωρίς, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

προθᾰλής: быстро растущий (sc. παῖς HH).

Middle Liddell

προθᾰλής, ές θάλλω
early growing, Hhymn.