ποικιλόθρονος
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ον, A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').
German (Pape)
[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.
Greek Monotonic
ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.