συγκαταγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταγιγνώσκω Medium diacritics: συγκαταγιγνώσκω Low diacritics: συγκαταγιγνώσκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: synkatagignṓskō Transliteration B: synkatagignōskō Transliteration C: sygkatagignosko Beta Code: sugkatagignw/skw

English (LSJ)

later συγκατα-γῑνώσκω, A condemn along with or at once, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495 J.:—Pass., App.BC1.62.

German (Pape)

[Seite 964] (s. γιγνώσκω), mit od. zugleich verdammen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταγιγνώσκω: βραδύτερον -γῑνώσκω, καταγιγνώσκω, καταδικάζω ὁμοῦ μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.

Greek Monolingual

και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].

Russian (Dvoretsky)

συγκαταγιγνώσκω: вместе осуждать Diod.