ἐλατήριος
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ον,
A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968 (lyr.).
II ἐλατήρια φάρμακα = purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.
b ἐλατήριον ἀπόβαμμα = lustral water, IG4.1607 (Cleonae).
2 Subst. ἐλατήριον, τό, squirting cucumber, exploding cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared from squirting cucumber, ib.9.9.4, 9.14.1.
German (Pape)
[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.
Spanish (DGE)
(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐλατήριον, bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.
Greek Monolingual
-ον
βλ. ελατήριο.
Greek Monotonic
ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).