πεντώβολος

From LSJ
Revision as of 15:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώβολος Medium diacritics: πεντώβολος Low diacritics: πεντώβολος Capitals: ΠΕΝΤΩΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pentṓbolos Transliteration B: pentōbolos Transliteration C: pentovolos Beta Code: pentw/bolos

English (LSJ)

ον, (ὀβολός) A of or worth five obols, π. ἡλιάσασθαι to sit in the Heliaea at five obols a day, Ar. Eq. 798; τόκος π. IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv/iii B. C.); δραχμᾶν δύο πεντωβόλου ib.42(1).109 ii 123 (Epid.); κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου a cup of five-obol wine, Lyc. Fr. 2.2.

German (Pape)

[Seite 559] von fünf Obolen, τὸ πεντώβολον, ein Fünfobolenstück; πεντώβολον ἡλιάσασθαι, Ar. Equ. 795, für fünf Obolen Richter sein; κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου, vom Fünf-Obolen-Wein, Lycophr. bei Ath. X, 420 c.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώβολος: -ον, (ὀβολὸς) ὁ ἐκ πέντε ὀβολῶν ἢ τοσαύτην ἔχων ἀξίαν, π. ἡλιάσασθαι, δικάσαι ἐν τῇ Ἡλιαίᾳ πρὸς πέντε ὀβολοὺς τῆς ἡμέρας ἑκάστης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 798, πρβλ. Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβῇ Ant. Hell. 56, 57· ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου, ποτήριον οἴνου τῶν πέντε ὀβολῶν, Λυκόφρ. Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον
αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών
3. φρ. «κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου» — κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. τρι-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

πεντώβολος: стоимостью в пять оболов: πεντώβολον ἡλιάσασθαι Arph. за пять оболов (в день) выполнять судейские обязанности.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντώβολος -ον [πέντε, ὀβολός] vijf obolen waard.