προπορεία

From LSJ
Revision as of 16:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπορεία Medium diacritics: προπορεία Low diacritics: προπορεία Capitals: ΠΡΟΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: proporeía Transliteration B: proporeia Transliteration C: proporeia Beta Code: proporei/a

English (LSJ)

ἡ, A those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.

Russian (Dvoretsky)

προπορεία: ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).