μετωποσκόπος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, A observing the forehead, judging of men by their foreheads, Plin.HN35.88, Suet.Tit.2.
German (Pape)
[Seite 164] stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μετωποσκόπος: -ον, ὁ μαντευόμενος διὰ τῶν ῥυτίδων τοῦ μετώπου, Κλήμ. Ἀλ. 261, πρβλ. Πλίν. 33, 11, Sueton. Tit. 2.
Greek Monolingual
ο (Α μετωποσκόπος)
αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου και τών ρυτίδων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωροσκόπος, ονειροσκόπος].
Russian (Dvoretsky)
μετωποσκόπος: рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.