ὑπευνάομαι
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
Pass., (εὐνάω) only in fem. part. aor. ὑπευνηθεῖσα, A in wedlock with, Φοίβῳ ὑ. (v.l. ὑπευνασθεῖσα) Orac. ap. Eus.PE3.14. II to be under-bedded with a thing, i. e. lying or sitting upon, ὀρταλὶς . . ὑπευνηθεῖσα νεοσσοῖς Nic.Al.294 (ὑπευνασθεῖσα cod. opt.).
German (Pape)
[Seite 1205] pass., ὑπευνηθεῖσα v.l. bei Hes. Th. 374, wo richtiger ὑποδμηθεῖσα geschrieben wird, – 1) darunter gebettet, dem Manne unterworfen werden. – 2) unterbettet sein mit Etwas, τινί, dah. es unter sich haben, Nic. Al. 294 ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπευνάομαι: Παθ. (εὐνάω) μόνον ἐν τῷ θηλ. τῆς μετοχ. ἀορ. ὑπευνηθεῖσα ὡς διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 374 (ἔνθα ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ὑποδμηθεῖσα), εὐνηθεῖσα ὑπὸ ἄνδρα, ἔγκυος. ΙΙ. ἔχω τι ὑποκάτω μου ὡς εὐνὴν ἢ κλίνην, εἶμαι πλαγιασμένη ἐπί τινος, ἢ ἐπικάθημαι, ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 294.