ἐπιδημητικός

From LSJ
Revision as of 19:19, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδημητικός Medium diacritics: ἐπιδημητικός Low diacritics: επιδημητικός Capitals: ΕΠΙΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidēmētikós Transliteration B: epidēmētikos Transliteration C: epidimitikos Beta Code: e)pidhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13. II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.

German (Pape)

[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).