λιγνυώδης

From LSJ
Revision as of 19:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιγνῠώδης Medium diacritics: λιγνυώδης Low diacritics: λιγνυώδης Capitals: ΛΙΓΝΥΩΔΗΣ
Transliteration A: lignyṓdēs Transliteration B: lignyōdēs Transliteration C: lignyodis Beta Code: lignuw/dhs

English (LSJ)

ες, A smoky, sooty, dark-coloured, πνεῦμα Hp.Coac.255; γλῶσσα Id.Epid.3.17.ιβ; opp. καπνώδης, Gal.9.470; ἀναθυμιάσεις, πνεύματα, Agath.2.15, 5.8.

German (Pape)

[Seite 43] ες, räucherig, qualmig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιγνυώδης: -ες, πλήρης λιγνύος, καπνοῦ, αἰθαλώδης, μέλας τὸ χρῶμα, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110.

Greek Monolingual

λιγνυώδης, -ῶδες (AM) λιγνύς
αυτός που μοιάζει με καπνό
αρχ.
1. γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης
2. αυτός που έχει μαύρο χρώμα.