παραστέλλω

From LSJ
Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστέλλω Medium diacritics: παραστέλλω Low diacritics: παραστέλλω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: parastéllō Transliteration B: parastellō Transliteration C: parastello Beta Code: paraste/llw

English (LSJ)

A draw aside, of a curtain, Hld.10.28; τὴν γαστέρα Gal.2.523; contract, τοὺς μῦς ib. 225:—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώπαραστέλλω τοῦ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγωπαραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στέλλω reduceren (van een zwelling).