Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρίκω

From LSJ
Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίκω Medium diacritics: παρίκω Low diacritics: παρίκω Capitals: ΠΑΡΙΚΩ
Transliteration A: paríkō Transliteration B: parikō Transliteration C: pariko Beta Code: pari/kw

English (LSJ)

[ῑ], A to be past, of time, Pi.P.6.43: pf. part., τῶμ παρικότων IG12(5).109.13 (Paros), unless pf. of πάρειμι (εἶμι ibo).

German (Pape)

[Seite 523] poet. = παρήκω, Pind. P. 6, 43; vgl. Böckh v.l. Ol. 4. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρίκω: [ῑ], ἀρχαῖος ποιητ. τύπος τοῦ παρήκω, ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, Πινδ. ΙΙ. 6. 43, πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

c. παρήκω.
Étymologie: παρά, ἵκω.

English (Slater)

παρῑκω
   1 go past τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ (v.l. παρήκει) (P. 6.43)

Greek Monolingual

Α
(για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵκω, ομηρ. τ. του ἥκω «έχω έλθει»].

Greek Monotonic

παρίκω: [ῑ], ποιητ. αντί παρήκω, λέγεται για χρόνο, έχω περάσει, έχω φύγει, έχω παρέλθει, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρίκω: (ῑ) Pind. = παρήκω.

Middle Liddell

poet. for παρήκω
of time, to be gone by, Pind.