παρεισκομίζω
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
A bring in, νύκτωρ κεκαλυμμένας εἰκόνας J.BJ2.9.2:—Pass., ib.5.12.1.
German (Pape)
[Seite 512] daneben od. heimlich einführen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισκομίζω: εἰσκομίζω κρυφίως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 9, 2 κτλ.
Greek Monolingual
Α
εισκομίζω, φέρνω μέσα κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσκομίζω «φέρνω μέσα»].