ἐπόγδοος
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ον, 1 1/8, Pl.Ti.36a, 36b; ἐ. λόγος the ratio A of 9: 8, Plu.2.367f; ἐ. [τόκος] interest at the rate of 1/8 of the principal, i.e. 12 1/2%, D.50.17: neut. as substantive, whole tone in Music, Philol.6, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1006] das Ganze u. den achten Theil davon, 11/8 enthaltend, Plat. Tim. 36 b; τόκος, wenn die Zinsen den achten Theil des Kapitals betragen, Dem. 50, 17; λόγος, das Verhältniß 8: 9, Plut. de procr. anim. Tim. 12. Vgl. ἐπίτριτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόγδοος: -ον, Λατ. sesquioctavus, 1+¹/8, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Β: ― ἐπ. λόγος, ὁ λόγος τοῦ 8/9, Πλούτ. 2. 367F· ἐπ. τόκος, τόκος ἀναβαίνων εἰς τὸ ¹/8 τοῦ κεφαλαίου, δηλ. 121/2 ἐπὶ τοῖς ἐκατόν, Δημ. 1212. 2. ― Πρβλ. ἐπίτριτος. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπόγδοον· τόνος μουσικός».
Greek Monolingual
ἐπόγδοος, -ον (AM)
1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο
2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο του κεφαλαίου
μσν.
μουσ. μείζων τόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπόγδοος: содержащий целое и 1/8 = 1 + 1/8 Plat., Plut.: ἐ. τόκος Dem. прирост в 1/8 с капитала, т. е. 12 + 1/2%.