προσεξερείδομαι

From LSJ
Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξερείδομαι Medium diacritics: προσεξερείδομαι Low diacritics: προσεξερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosexereídomai Transliteration B: prosexereidomai Transliteration C: proseksereidomai Beta Code: prosecerei/domai

English (LSJ)

Med., aor. inf. -ερείσασθαι, A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.

German (Pape)

[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.

Greek Monolingual

Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτιὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Greek Monotonic

προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).

Middle Liddell


Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.