πρόκοιτος

Revision as of 14:18, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, (κοίτη) A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c. II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).

German (Pape)

[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].

Greek Monotonic

πρόκοιτος: ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

πρόκοιτος: IIкараульный, часовой Polyb.
несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.).

Middle Liddell

πρό-κοιτος, ὁ, κοίτη
one who keeps watch before a place, Polyb.