ἀναλγησία

From LSJ
Revision as of 15:31, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλγησία Medium diacritics: ἀναλγησία Low diacritics: αναλγησία Capitals: ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ
Transliteration A: analgēsía Transliteration B: analgēsia Transliteration C: analgisia Beta Code: a)nalghsi/a

English (LSJ)

ἡ, A want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.

Greek Monolingual

η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.

Greek Monotonic

ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλγησία:
1) бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;
2) тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ βαρύτης Dem.).

Middle Liddell

[from ἀνάλγητος
want of feeling, insensibility, Dem.