ὕπαιθα

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαιθᾰ Medium diacritics: ὕπαιθα Low diacritics: ύπαιθα Capitals: ΥΠΑΙΘΑ
Transliteration A: hýpaitha Transliteration B: hypaitha Transliteration C: ypaitha Beta Code: u(/paiqa

English (LSJ)

Adv., (ὑπό, ὑπαί) A out under, under and away, ὕ. λιάσθη yielded before him, under his attack, Il.15.520; ποταμὸς . . ὕ. ῥέων 21.271; ἡ δὲ [πέλεια] ὕ. φοβεῖται 22.141; κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕ. νάπη A.R.2.735. II Prep. with genitive under, αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον (sc. αἱ ἀμφίπολοι) under him, so as to support him, Il.18.421; of one shrinking under an attack, ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ' 21.255. (Expld. as εἰς τὸ ἰθὺ καὶ ἀντικρὺ καὶ ἔμπροσθεν in Eust. 1030.20, cf. 1234.11, 1262.61; as ἐκ πλαγίου in Sch.A.R. l.c., denied or doubted by Eust. ll. cc.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαιθᾰ: Ἐπίρρ., (ὑπό, ὑπαί), ὕπαιθα λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· ποταμός... ὕπ. ῥέων, κάτωθεν ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ (πέλεια) ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. μετὰ γενικ., αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· ὕπαιθα δὲ τοῖο λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 en se baissant, en dessous;
2 de côté, obliquement ; avec un gén. : en se détournant.
Étymologie: ὑπαί, -θα.

English (Autenrieth)

out from under, sidewise, Il. 15.520 ; τινός, sidewise away, at one's side, Il. 18.421.

Greek Monotonic

ὕπαιθᾰ: (ὑπαί), επίρρ.,
I. έξω και κάτω από, πλαγίως, προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πρόθ. με γεν., κάτω από, στην άκρη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαιθᾰ:
I adv. вбок, в сторону, прочь (λιάζεσθαι Hom.).
II praep. cum gen. рядом с (ὕ. τινος Hom.).

Middle Liddell

ὑπαί
I. out under, slipping away, Il.
II. prep. with genitive under, at the side of, Il.