σεμνολογία

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογία Medium diacritics: σεμνολογία Low diacritics: σεμνολογία Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: semnología Transliteration B: semnologia Transliteration C: semnologia Beta Code: semnologi/a

English (LSJ)

ἡ, A boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλίαἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογία:торжественная речь, велеречие Plut.