δενδρόφυτος

From LSJ
Revision as of 11:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρόφῠτος Medium diacritics: δενδρόφυτος Low diacritics: δενδρόφυτος Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: dendróphytos Transliteration B: dendrophytos Transliteration C: dendrofytos Beta Code: dendro/futos

English (LSJ)

ον, A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427. II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.

German (Pape)

[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.

Spanish (DGE)

(δενδρόφῠτος) -ον
1 plantado de árboles, boscoso χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.29 (II/III d.C.), ὄρη Tz.Comm.Ar.2.449.3.
2 que se formó como árbol, arbóreo δ. πέτρη ágata arbórea Orph.L.232, cf. δενδρήεις 3 y δενδραχάτης.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δενδρόφυτος, -ον)
(για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος
αρχ.
«πέτρα δενδρόφυτος» — είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια.

Greek Monotonic

δενδρόφῠτος: -ον, περιοχή στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δενδρόφῠτος: поросший деревьями (χώρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.

Middle Liddell

planted with trees, Plut.