καθιμάω

From LSJ
Revision as of 11:39, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθῑμάω Medium diacritics: καθιμάω Low diacritics: καθιμάω Capitals: ΚΑΘΙΜΑΩ
Transliteration A: kathimáō Transliteration B: kathimaō Transliteration C: kathimao Beta Code: kaqima/w

English (LSJ)

A let down by a rope, αὑτόν Ar.V.379, 396; κάδον Arist. Mech.857b4; τὸν τράχηλον… καθιμήσας, of the heron, Babr.94.3:— Pass., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D.C.45.2.

German (Pape)

[Seite 1286] an einem Riemen, Seile hinablassen, Ar. Vesp. 396, vgl. 378; Ath. V, 214 a; τὸν τράχηλον καθιμήσας, vom Kranich, hinunterstecken, Babr. 94, 3; ἐς τὸ Καπετώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι D. Cass. 45, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καθιμάω: ῑ, καταβιβάζω διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, ὅταν τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ φρέαρ διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· ἁπλῶς, καταβιβάζω, τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ ὀστοῦν ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire descendre au moyen d'une corde, acc.;
2 faire descendre en gén.
Étymologie: κατά, ἱμάω.

Greek Monotonic

καθιμάω: [ῑ], μέλ. -ήσω, κατεβάζω κάτι με τη βοήθεια σχοινιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῑμάω: (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать (κηλώνειον Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιμάω [κατά, ἱμάω] aan een touw neerlaten.

Middle Liddell

fut. ήσω
to let down by a rope, Ar.