μάντευμα
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
ατος, τό, A oracle, PI.P.4.73, S. OT992, E.Med.685, etc.: pl., Pi.P.8.60, Pae.7.1, Pl.Ep.311d, Supp.Epigr.3.400 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 93] τό, Orakel, Weissagung; Hes. frg. 39, 8; ἦλθέ οἱ κρυόεν μάντευμα, Pind. P. 4, 73, μαντευμάτων ἐφάψατο τέχναις, 8, 63, Πύθια, I. 6, 15; τοιοῖσδε Λοξίου πεισθεὶς μαντεύμασιν, Aesch. Prom. 672 u. öfter; θεήλατον, Soph. O. R. 992 u. sonst; θεοῦ, Eur. Med. 685 u. öfter; einzeln auch in sp. Prosa, Plat. Ep. II, 311 d; Paus.
Greek (Liddell-Scott)
μάντευμα: τό, ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 8, Πινδ. Π. 8. 86, καὶ Τραγ., ἐν τῷ πληθ.· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Π. 4. 130, Σοφ. Ο. Τ. 992, Εὐρ. Μήδ. 685, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
réponse d'un oracle.
Étymologie: μαντεύω.
English (Slater)
μάντευμα (-α nom., -άτων, -ασι(ν).)
1 oracle ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν) (P. 8.60) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον (Pae. 7.1)
Spanish
Greek Monolingual
και μάντεμα, το (AM μάντευμα) μαντεύω
η απάντηση του μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.).
Greek Monotonic
μάντευμα: -ατος, τό, χρησμός, σε Πίνδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
μάντευμα: ατος τό предсказание, прорицание, оракул (μαντεύματα Πύθια Pind.; μ. θεοῦ Eur.; μ. θεήλατον Soph.; μ. πυθόχρηστον Aesch.).
Middle Liddell
μάντευμα, ατος, τό,
an oracle, Pind., Trag.