πολύκερως

From LSJ
Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκερως Medium diacritics: πολύκερως Low diacritics: πολύκερως Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: polýkerōs Transliteration B: polykerōs Transliteration C: polykeros Beta Code: polu/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of many horned cattle, S. Aj. 55.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνοςφόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].

Greek Monotonic

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.

Russian (Dvoretsky)

πολύκερως: 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. φόνος Soph. истребление множества рогатого скота.

Middle Liddell

πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,
many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.