χρυσοπλύσιον

From LSJ
Revision as of 12:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπλύσιον Medium diacritics: χρυσοπλύσιον Low diacritics: χρυσοπλύσιον Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΥΣΙΟΝ
Transliteration A: chrysoplýsion Transliteration B: chrysoplysion Transliteration C: chrysoplysion Beta Code: xrusoplu/sion

English (LSJ)

[ῠ], τό, A gold-wash, placer, where gold is washed from the river-sand, Str.3.2.8 (pl.); wrongly χρυσιοπλύσιον Id.5.1.8.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, Goldwäsche, χρυσιοπλύσιον, Strab. 3, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλύσιον: τό, τόπος ἐν ᾦ ὁ χρυσὸς ἀποπλύνεται καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς ποταμίας ἄμμου, Στράβ. 146· πλημμελῶς φέρεται χρυσιοπλ-, αὐτόθι 216.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on lave le minerai pour trier les pépites d'or.
Étymologie: χρυσός, πλύνω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
τόπος όπου αποπλύνεται και χωρίζεται ο χρυσός από την άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλύσις + επίθημα -ιον].

Greek Monotonic

χρῡσοπλύσιον: [ῠ], τό (πλύνω), πλύσιμο χρυσού, εργαστήρι όπου ο χρυσός πλένεται και διαχωρίζεται από την άμμο του ποταμού, σε Στράβ.

Middle Liddell

χρῡσο-πλύσιον, ου, τό, πλύνω
a gold-wash, placer, where gold is washed from the river sand, Strab.