ἀγνωμονέω

Revision as of 12:43, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

A to be ἀγνώμων, act without right feeling, X.HG1.7.33; coupled with ἀδικεῖν, Zeno Stoic.1.69; ἀ. εἴς τινα to act unfeelingly or act unfairly towards one, D.18.94, Men.Sam.292; πρός τινα Apollod. Com.7.6: with a neut.Adj., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει Trag.Adesp.112: abs., disregard a summons, be contumacious, PStrassb.41.16 (iii A.D.); ἀ. περί τινα, περί τι, Plu.Alc.19, Cam.28: c. acc., treat unfairly, τὴν πόλιν Him.Or.2.31:—Pass., to be treated unfairly, Plu.2.484b; ἀγνωμονηθείς Id.Cam.18; ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237v40 (ii A.D.). 2 act ill-advisedly, Aq.1 Ki.13.13.

German (Pape)

[Seite 18] (f. ἀγνώμων), bei Xen. Hell. 1, 7, 33, unverständig, unbillig sein; bei den spät. Attik. schlecht handeln, εἴς τινα Dem. cor. 94; πρός τινα ibd. 248, wie Phoc. 27; sehr oft bei Plut. περί τι und τινα, z. B. Cam. 28 Alc. 19 (Num. 12 absol. dem εὐγνωμονεῖν, recht handeln, entggstzt; Vit. Pud. 13 ἀγνωμονῶν καὶ ἀδικῶν); vgl. Apollon. com. Stob. Flor. 116, 35, auch öfter im pass. beleidigt, ungerecht behandelt sein, z. B. Cam. 18 Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνωμονέω: εἰμὶ ἀγνώμων, ἐνεργῶ ἄνευ τῆς προσηκούσης καλῆς διαθέσεως, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7. 33· ἀγν. εἰς ἢ πρός τινα, φέρομαι κακῶς ἢ ἀδίκως πρός τινα, Δημ. 257. 14, (κατὰ πρκμ.) 309. 25, Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὤν ἀγνωμόνει, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 521· ἀγν. περί τινα, περί τι, Πλουτ. Κάμ. 28, Ἀλκιβ. 19. ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις κακῶς ἢ ἀδίκως καὶ ἀπρεπῶς, ὁ αὐτ. 2. 484Α· ἀγνωμονηθείς, ὁ αὐτ. Κάμ. 18. κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire preuve d'ignorance, d'inadvertance, d'ingratitude;
2 agir sans réflexion, sans ménagement, avec violence;
3 agir avec mauvaise foi : περί τι en vue de qch.
Étymologie: ἀγνώμων.

Spanish (DGE)

I intr.
1 actuar de manera injusta μὴ ... ἀγνωμονεῖν δόξητε, προδοσίαν καταγνόντες X.HG 1.7.33, εἰς ὑμᾶς D.18.94, εἴς μ' ἀγνωμονεῖν Men.Sam.637, cf. Fauorin.De Ex.22.25, Apollod.Com.7.6, περὶ τοῦτον Plu.Alc.19
hacer trampa περὶ τὸν σταθμὸν Plu.Cam.28.
2 actuar tontamente Aq.1Re.13.13.
II tr.
1 tratar injustamente τὰ θνητά E.Fr.908b, σέ Zeno Stoic.1.69, τὴν πόλιν Him.Or.6.31, αὐτὴν Aesop.250.1, en v. pas. ἐγὼ τὰ μέγιστα ἠγνωμονημένος ὑπό σου UPZ 144.1, ἠγνωμονημένος καὶ μεμαστιγωμένος ἀκρίτως PSI 816.6 (ambos II a.C.), cf. Plu.2.484a, Cam.18, μὴ ἀγνωμονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237.5.40 (II d.C.).
2 desatender, incumplir el pago de una deuda contractual o fiscal τὰ τεταγμένα τέλη PSI 222.12 (III d.C.), εἰ ... ἀγνωμονοῖντο παρά τινων οἱ δημόσιοι φόροι Iust.Nou.15.6.1
abs. PGen.15.3 (biz.)
frec. part. ἀγνωμονῶν moroso, POxy.71.1.20 (IV d.C.)
defraudador Iust.Nou.8.8 proem.
gener. cometer un delito οἱ ἀγνωμονοῦντες PCair.Isidor.69.26 (IV d.C.).
• Etimología: Cf. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἀγνωμονέω: μέλ. -ήσω (ἀγνώμων), ενεργώ χωρίς την πρέπουσα σύνεση, χωρίς καλή διάθεση, φέρομαι άδικα, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., κάποιος με μεταχειρίζεται άδικα ή κακώς, ἀγνωμονηθείς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνωμονέω: поступать несправедливо (πρός и εἴς τινα Dem. и περί τινα Plut.): Κάμιλλος ἀγνωμονηθεὶς ἔβλαψε τὰ πράγματα Plut. недостойное поведение в отношении Камилла причинило ущерб государству; περὶ τὸν σταθμὸν ἀ. Plut. пользоваться неверными весами, обвешивать.

Middle Liddell

ἀγνώμων
to act without right feeling, act unfairly, Xen., Dem.; Pass. to be unfairly treated, ἀγνωμονηθείς Plut.