περιαιρετός

From LSJ
Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρετός Medium diacritics: περιαιρετός Low diacritics: περιαιρετός Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: periairetós Transliteration B: periairetos Transliteration C: periairetos Beta Code: periaireto/s

English (LSJ)

ή, όν, that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.

German (Pape)

[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).

Greek Monotonic

περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιαιρετός: [adj. verb. к περιαιρέω могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος χρυσίον Thuc.; προσωπεῖον Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.

Middle Liddell

περιαιρετός, ή, όν
that may be taken off, Thuc.