περιφροσύνη
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, cunning, Them.Or.21.259b, Coluth.197(pl.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφρόνησις, im plur., Coluth. 196.
Greek (Liddell-Scott)
περιφροσύνη: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β.
Greek Monolingual
ἡ, Α περίφρων
η περιφρόνηση.