πορθμευτικός

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμευτικός Medium diacritics: πορθμευτικός Low diacritics: πορθμευτικός Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: porthmeutikós Transliteration B: porthmeutikos Transliteration C: porthmeftikos Beta Code: porqmeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, engaged in ferrying, Arist.Pol. 1291b21.

German (Pape)

[Seite 683] zum πορθμεύς od. zur πορθμεία gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… ἄλλο δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le passage d'un fleuve ou la profession de batelier.
Étymologie: πορθμεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορθμευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πορθμεύω
σχετικός με τον πορθμέα ή την πορθμεία.

Greek Monotonic

πορθμευτικός: -ή, -όν, αυτός που εργάζεται, εξυπηρετεί, λειτουργεί ως πορθμέας, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθμευτικός -ή -όν [πορθμεύω] transport-, alleen subst.: τὸ πορθμευτικόν passagiersvervoer Aristot. Pol. 1291b21.

Middle Liddell

πορθμευτικός, ή, όν
engaged as a ferryman, Arist.