σιδηρεύς

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρεύς Medium diacritics: σιδηρεύς Low diacritics: σιδηρεύς Capitals: ΣΙΔΗΡΕΥΣ
Transliteration A: sidēreús Transliteration B: sidēreus Transliteration C: sidireys Beta Code: sidhreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. χαλκ-εύς)].

Greek Monotonic

σῐδηρεύς: -έως, ὁ, αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός, σιδεράς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρεύς: έως ὁ кузнец Xen.

Middle Liddell

σῐδηρεύς, έως, ὁ,
a worker in iron, a smith, Xen.