σιτικός

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτικός Medium diacritics: σιτικός Low diacritics: σιτικός Capitals: ΣΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sitikós Transliteration B: sitikos Transliteration C: sitikos Beta Code: sitiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of wheat or corn, (sc. λόγος) PCair.Zen.292.2 (iii B.C.); σ. ἐξαγωγή exportation of corn, Plb.28.16.8; οἱ σ. καρποί Aristeas 112, D.S.5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; ὁ σ. νόμος, Lat. lex frumentaria, Plu.CG5; σ. πρόσοδοι, τελέσματα, OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν, POxy.2120.4 (iii A.D.), Ostr.Bodl. iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ 11.2); σ. ἐδάφη, ἄρουραι, lands subject to corn-tax, PSI6.704.17 (ii A.D.), Wilcken Chr.115.14 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] = Folgdm; ἐξαγωγή, Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτικός: -ή, -όν, (σῖτος) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. ἐξαγωγή, ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. νόμος, lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le blé : σιτικὸς νόμος PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étymologie: σῖτος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σῑτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ.
β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ.
γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν
ο σίτος.
επίρρ...
σιτικῶς Α
όπως ο σίτος, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το σιτάρι.

Greek Monotonic

σῑτικός: -ή, -όν (σῖτος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το σιτάρι ή τα σιτηρά, σιταρένιος, σταρένιος· σιτικὴ τροφή, σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς νόμος, lex frumentaria, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.

Russian (Dvoretsky)

σῑτικός: хлебный, зерновой: σιτικὴ ἐξαγωγή Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. νόμος Plut. (лат. lex frumentaria) хлебный закон.

Middle Liddell

σῑτικός, ή, όν σῖτος
of wheat or corn, ς. τροφή Strab.; ὁ ς. νόμος lex frumentaria, Plut.