στερεοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοκάρδιος Medium diacritics: στερεοκάρδιος Low diacritics: στερεοκάρδιος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: stereokárdios Transliteration B: stereokardios Transliteration C: stereokardios Beta Code: stereoka/rdios

English (LSJ)

ον, hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 936] hartherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄, 4, διάφορ. γραφ.).

Greek Monolingual

και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].