συγξέω

From LSJ
Revision as of 18:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγξέω Medium diacritics: συγξέω Low diacritics: συγξέω Capitals: ΣΥΓΞΕΩ
Transliteration A: synxéō Transliteration B: synxeō Transliteration C: sygkseo Beta Code: sugce/w

English (LSJ)

smooth by scraping or planing:—Pass., metaph. of style, to be polished, Alcid.Soph.20, D.H.Comp.22, Dem.40, Plu.2.853d.

German (Pape)

[Seite 971] (s. ξέω), durch Schaben, Schnitzen, Hobeln ebnen, poliren; auch vom Styl, feilen, ἡ Μενάνδρου φράσις συνέξεσται, Plut. Ar. et Men. comp. 2; ὀνόματα συνεξεσμένα, Alcidam. de soph. 677, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγξέω: μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λειαίνω, ὁμαλύνω, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ τέλος, πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεξεσμένος;
polir dans toutes ses parties avec soin.
Étymologie: σύν, ξέω.

Greek Monolingual

Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].

Russian (Dvoretsky)

συγξέω: досл. полировать, перен. тщательно отделывать (ἡ φράσις συνέξεσται Plut.).