συμπρεσβεύω
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, D.19.189, Aeschin.2.169, IG22.844.15, OGI333.12 (ii B.C.):—Med., join in sending an embassy, Th.3.92, 5.44.
German (Pape)
[Seite 990] Mitgesandter sein, mit bei einer Gesandtschaft sein, οὐδὲ συμπεπρεσβευκέναι φημί σοι Dem. 19, 189, u. A. – Im med., Thuc. 3, 92. 5, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβεύω: ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς συμπρεσβευτής, εἶμαι συμπρεσβευτής, Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., συναποστέλλω πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.
French (Bailly abrégé)
être ambassadeur ensemble ou avec;
Moy. συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.
Étymologie: σύν, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπρεσβεύω: μέλ. -σω, αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι πρεσβευτής από κοινού, συμπρεσβευτής, σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., συμμετέχω στην αποστολή μιας πρεσβείας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπρεσβεύω: тж. med. быть членом посольства, участвовать в посольстве: σ. τινι Thuc., Aeschin., Dem. вместе с кем-л. отправляться с посольством.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πρεσβεύω Att. ook ξυμπρεσβεύω [σύν, πρεσβεύω] act. samen (met...) gezant zijn, aan een gezantschap deelnemen, met dat. med. samen (met...) als gezant optreden, mede als gezant optreden; samen een gezantschap sturen, meedoen aan het sturen van het gezantschap.
Middle Liddell
fut. σω
to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, Dem., Aeschin.: Mid. to join in sending an embassy, Thuc.