φευξείω

From LSJ
Revision as of 19:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευξείω Medium diacritics: φευξείω Low diacritics: φευξείω Capitals: ΦΕΥΞΕΙΩ
Transliteration A: pheuxeíō Transliteration B: pheuxeiō Transliteration C: fefkseio Beta Code: feucei/w

English (LSJ)

= φευκτιάω, prob. for φευξιῶ in E.HF628.

German (Pape)

[Seite 1267] Herm. Eur. Herc. fur. 627, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

φευξείω: φευκτιάω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Portus ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 628, ἀντὶ φευξιῶ, οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.

French (Bailly abrégé)

c. φευκτιάω.
Étymologie: φεύγω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) φευκτιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)].

Greek Monotonic

φευξείω: εύχομαι να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φευξείω: [desiderat. к φεύγω иметь желание бежать (οὐ φευξείω φίλους Eur.).

Middle Liddell

φευξείω,
to wish to escape, Eur.