φθογγάριον
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
τό, Dim. of φθογγή, sounding-pipe, Hero Spir.2.35.
German (Pape)
[Seite 1272] τό, dim. von φθογγή, 1) Stimmchen. – 2) Stimmröhre, Hero.
Greek (Liddell-Scott)
φθογγάριον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ φθογγή, ἀγωγὸς τῆς φωνῆς σωλήν, ἢ εἶδος σφυρίκτρας, Ἀρχ. Μαθ. 227.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ο αγωγός της φωνής ή, κατ' άλλους, είδος σφυρίχτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. μυθ-άριον)].