χρυσουργός
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ὁ, goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui travaille l’or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός)].