εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Full diacritics: ψᾰμᾰθηΐς | Medium diacritics: ψαμαθηΐς | Low diacritics: ψαμαθηΐς | Capitals: ΨΑΜΑΘΗΪΣ |
Transliteration A: psamathēḯs | Transliteration B: psamathēis | Transliteration C: psamathiis | Beta Code: yamaqhi/+s |
ίδος, ἡ, sandy, Nic.Th.887.
[Seite 1391] ίδος, ἡ, sandig, Nic. Ther. 887, ψαμαθηΐδας σίδας.
-ΐδος, ἡ, Α
1. αμμουδιά
2. (ως επίθ. θηλ.) αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + κατάλ. -ηΐς (πρβλ. χλωρ-ηΐς)].