βαυκοπανοῦργος
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
ὁ, humbug, Arist.EN1127b27.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκοπανοῦργος: ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à finasser, finassier.
Étymologie: βαυκός, πανοῦργος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hipócrita, remilgado οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.EN 1127b27.
Greek Monotonic
βαυκοπᾰνοῦργος: ὁ, ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
βαυκοπανοῦργος: ὁ βαυκός поздн. нежный, тонкий] тонкий проныра, пройдоха Arst.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαυκοπανοῦργος -ου, ὁ βαυκός: slap, πανοῦργος slappe bedrieger.