βεμβικίζω

From LSJ
Revision as of 20:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεμβῑκίζω Medium diacritics: βεμβικίζω Low diacritics: βεμβικίζω Capitals: ΒΕΜΒΙΚΙΖΩ
Transliteration A: bembikízō Transliteration B: bembikizō Transliteration C: vemvikizo Beta Code: bembiki/zw

English (LSJ)

set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.

German (Pape)

[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.

French (Bailly abrégé)

faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.

Spanish (DGE)

(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.

Greek Monolingual

βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.

Greek Monotonic

βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.

Middle Liddell

βέμβιξ
to set a spinning, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεμβικίζω βέμβιξ laten tollen, laten draaien als een tol.