βαρυπαθέω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
to be much annoyed, Plu.2.167f(v.l.).
German (Pape)
[Seite 434] (schwer leiden), unzufrieden sein, καὶ δυσφορέω Plut. Superst. 7.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠπᾰθέω: παραπολὺ θλίβομαι, ἐνοχλοῦμαι,Πλούτ. 2. 167F·―ἐπίθ., βαρυπαθής, ές, παραπολὺ θλίβων, ἐνοχλῶν, λυπῶν, φθορὰ Εὐσ. Ἐ. Ἱ. 10. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. βαρυπαθήσω;
être gravement ou péniblement affecté.
Étymologie: βαρύς, πάθος.
Spanish (DGE)
estar muy molesto o enfadado Plu.2.167f.
Russian (Dvoretsky)
βαρυπᾰθέω: тяжело страдать, мучиться Plut.