γελανής

From LSJ
Revision as of 21:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾱνής Medium diacritics: γελανής Low diacritics: γελανής Capitals: ΓΕΛΑΝΗΣ
Transliteration A: gelanḗs Transliteration B: gelanēs Transliteration C: gelanis Beta Code: gelanh/s

English (LSJ)

ές, (γελάω) cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.

German (Pape)

[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.

Greek (Liddell-Scott)

γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.

English (Slater)

γελᾱνής
1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)

Spanish (DGE)

(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.

Greek Monolingual

γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.

Russian (Dvoretsky)

γελᾱνής: веселый, радостный (θυμός Pind.).